-
1 ταχύς
I of motion, swift, fleet, opp. βραδύς,1 of persons and animals, either abs., Il.18.69, etc.; or more fully,πόδας ταχύς 13.249
, 482, 17.709, etc.;ταχὺς ἔσκε θέειν Od.17.308
; θείειν τ. Il.16.186, Od.3.112; κύνες, ἔλαφος, πτώξ, ἵππος, Il.3.26, 8.248, 17.676, 23.347, etc.;οἰωνόν, ταχὺν ἄγγελον 24.292
, cf. Od.15.526; τ. βαδιστής a quick walker, E.Med. 1182; σφοδροὶ καὶ τ. X.Cyr.2.1.31.2 of things,τ. πόδες Il.6.514
, cf. Od.13.261, etc.; τ. ἰός, ὀϊστοί, Il.4.94, Od.22.3, etc.; ;- ύτατα ἅρματα Pi.O.1.77
; νῆες, τριήρεις, Hdt.8.23, Th.6.43, etc.; [ἴχνος] τὸ τοῦ ποδὸς μὲν βραδύ, τὸ τοῦ δὲ νοῦ ταχύ E. Ion 742
.II of thought and purpose, quick, hasty, : c. inf., βλάπτειν τ. Ar.Ra. 1428;τ. βουλεῦσαί τι ἀνήκεστον Th.1.132
, cf. 118, Luc. Dem.Enc.12; alsoτ. πρὸς ὀργήν Plu.Cat.Mi.1
; τὸ ταχύ speed, haste, E.Ph. 452, X.Eq.7.18, etc.2 of actions, events, etc., rapid, sudden, ; ᾅδης, μόρος, E.Hipp. 1047, Mosch.3.26;πόλεμος Th.4.55
, 6.45;φυγή Id.4.44
; ; short, τ. ἐλπίδες fleeting hopes, Pi.P.1.83;ἐπαυρέσεις Th.2.53
; ;ταχεῖ σὺν χρόνῳ S.OC 1602
; τ. διήγησις short, rapid, Arist. Rh. 1416b30.B Adv.,1 regul. τᾰχέως, quickly, opp. βραδέως, Il.23.365, Hes.Th. 103, etc.:—rarely in sense perhaps (cf.τάχα 11
), Plb.16.25.8.2 the Adv. is also expressed by periphr., διὰ ταχέων in haste, Th.1.80, 3.13, Pl.Ap. 32d, X.An.1.5.9;ἐκ ταχείας S.Tr. 395
; cf.τάχος 11
.3 neut. ταχύ as Adv., Pi.P.10.51, N.1.51, S.Ph. 349, E.HF 885 (lyr.), Ar.Eq. 109, Gal.16.665, etc.; ἤδη ἤδη τ. τ. Sammelb. 4321.21, BGU956.3 (both iii A.D.); ἄρτι ἄρτι τ. τ. Arch.Pap.5.393 (ii A.D.); also τάχα (q.v.).4 the Adj. ταχύς is freq. construed with Verbs, where we should use the Adv.,ταχέες δ' ἱππῆες ἄγερθεν Il.23.287
;ταχεῖά γ' ἦλθε χρησμῶν πρᾶξις A.Pers. 739
;ὁρμάσθω ταχύς S.Ph. 526
; δεῦρ' ἀφίξεται τ. Id.OC 307;τ. χάρις διαρρεῖ Id.Aj. 1266
, cf. Th.2.75, 5.66.C Degrees of Comparison:I [comp] Comp.:1 the form [full] τᾰχύτερος, α, ον, is used by Hdt., , cf. 7.194; also in Arist.Mu. 394b3, Arr.Ind.9.6, Aret.SD1.16, but not in good [dialect] Att.; ταχύτερον as Adv., Hdt.4.127, 9.101, Hp. Prog.17.2 the more usual form is [full] θάσσων, neut. θᾶσσον, gen. ονος, [dialect] Att. [full] θάττων, neut. θᾶττον, Il.15.570, 13.819 (elsewh. only neut. in Hom.), etc.:—neut. as Adv., freq. in Hom., Od.2.307, al.; θᾶσσον ἂν.. κλύοιμι sooner, i.e. rather, would I hear, S.Ph. 631; θᾶσσον also often stands for the Positive, Il.2.440, Od.15.201, 16.130, Pi.P.4.181, Ar.Nu. 506, V. 187, Ra.94; οὐ θᾶσσον οἴσεις; i.e. make haste and bring, S.Tr. 1183, cf. OT 430; θᾶττον νοήματος quicker than thought, X.Mem.4.3.13, cf. Ar.V. 824, etc.; with a Conj., ὅτι θᾶσσον, like ὅτι τάχιστα, Theoc.24.48; ἐπειδὴ θᾶττον συνεσκότασεν as soon as.., D.54.5;ἐπειδὰν θ. συνιῇ τις Pl.Prt. 325c
;ὅταν θ. φθέγγηται ὁ κόκκυξ Arist.HA 563b17
, cf. 611a5; ἐὰν or ἢν θ. as soon as.., X.Cyr.3.3.20, An.6.5.20, Pl.Alc.1.105a; ἂν θ. Men. Pk. 174; εἰ θ. Pl.Ep. 324b; ὡς θ. Plb.1.66.1, 3.82.1; θ. rarely = sooner than, before, ἐξήλαυνον μεσημβρίας οὐ πολλῷ τινι θ. Aristid. Or.51 (27).13 (cf. τάχιον infr. 3).3 the form [full] ταχίων [pron. full] [ῑ], neut. ιον, is freq. in late Prose, as LXX Wi.13.9, 1 Ma.2.40, Ph.Bel.69.14, 17, 73.23, Gem.1.20, D.H.6.42, D.S.20.6, J. (v. infr.), Plu.2.240d, Ev.Jo. 20.4, Alciphr.3.4; also in Hp.Mul.1.1, Men.402.16; but condemned by Phryn.58, Hdn.Philet.p.436 P.; τὴν ταχίονα τῆς τροφῆς παράθεσιν earlier, sooner, Gal.19.206:—Adv. τάχιον earlier, πλέεται.. περὶ τὸν Σεπτέμβριον μῆνα.., οὐδὲν δὲ κωλύει κἂν τ. Peripl.M.Rubr. 24; τ. τῆς ὑποσχέσεως sooner than they had promised, Rev.Ét.Gr. 6.159 ([place name] Iasus);τ. τοῦ παραγγέλματος J.BJ4.4.2
;εἰς μακρὸν αὐτῶν γῆρας καὶ βίου μῆκος ὅμοιον τοῖς τ. ἐπερχομένων Id.AJ1.3.7
;ἀποπαύεται οὔτε τ. ἐτῶν τεσσαράκοντα οὔτε βράδιον ἐτῶν πεντήκοντα Sor. 1.20
, cf. 48, al.; formerly,ἐπεσκεύασαν τὸ παρόχιον,.. τ. γενόμενον γυμνάσιον IGRom.3.639
(Lycia, ii A.D.), cf. 4.1517 ([place name] Sardis), 1632.14 ([place name] Philadelphia), 1665.5 ([place name] Tira), Keil-Premerstein Dritter Bericht p.79 (iii A.D.), Hermes 63.229 ([place name] Callatis); cf. supr. 2 fin.II [comp] Sup.:1 the form [full] ταχύτατος is rare,ταχύτατα ἅρματα Pi.O.1.77
; ταχύτατα as Adv., X.HG5.1.27 codd., Antiph.87 codd.; but both passages have been corrected.2 the usual form is [full] τάχιστος, η, ον, used by Hom. only in neut. pl. τάχιστα as Adv., most quickly, most speedily, ὅττι τάχιστα as soon as may be, as soon as possible, Il.4.193, 9.659, al.;ὅτι τάχιστα S.OT 1341
(lyr.), Th.3.31, etc.; so ὅσον τ. A.Ch. 772, S. OT 1436, etc.; ᾳ (prob.) τ. Pi.O.13.79; ὅπως τ. A.Ag. 605, S.OT 1410, Ar.V. 167; ὡς τ. IG12.76.23, Hdt.1.210, Th.4.15, E.Rh. 147, X.An.1.3.14: these are ellipt. phrases, as may be seen from the foll. examples,ὡς δυνατόν ἐστι τάχιστα Pl.Lg. 710b
, X.Cyr. 5.4.3; ᾗ δυνατὸν τ. Id.HG6.3.6; ὡς or ᾗ ἠδύνατο τ. Id.Cyr.3.2.14, An.1.2.4; ὡς δύναιτο τ. Hdt.1.79; ὡς or ᾗ ἂν δύνωμαι τ. X.HG4.1.38, Cyr.7.1.9, cf. IG12.106.18.b τάχιστα after Particles of Time, as soon as, ἐπεὶ ([dialect] Ion. ἐπεί τε) , Hdt.1.27,75, 7.163, X.An.7.2.6, PCair.Zen.34.12 (iii B.C.); ἐπειδὴ τ. Pl.Prt. 310d, Is.9.3, D.27.16, etc.; ἐπεὰν τ. Hdt.4.134, 7.129, 8.144; ἐπὰν τ. X.An.4.6.9; ἐπειδὰν τ. Id.Cyr.1.3.14, An.3.1.9; ὅταν τ. Id.Cyr.4.5.33: also ὡς τ. separated by one or more words,ὡς ἡμέρη τ. ἐγεγόνεε Hdt.1.11
, cf. 19, 47,65, al., X.Cyr.1.3.2, Mem.1.2.16, al.;ὡς δὲ τ. ἐξῆλθε.. κόρον ἔτεκε IG42(1).121.4
(Epid., iv B.C.);ὡς γὰρ τ. εἰσῆλθον Men.Pk. 287
;ὡς ἂν τ. λάβῃς τὴν ἐπιστολήν PCair.Zen.241.1
(iii B.C.); but ὡς τ. γὰρ ἀπεδήμησας ib.472.7 (iii B.C.); ὅπως τ. A.Pr. 230:—the same notion is sometimes expressed by the part., ἀπαλλαγεὶς τάχιστα, = ὡς ἀπηλλάγη τ., Plu.Dem.8, cf. 25.3 freq. also in Prose, τὴν ταχίστην (in full,τὴν τ. ὁδόν X.An.1.2.20
, Luc.Rh.Pr.4 ) as Adv., by the quickest way, i.e. most quickly, Hdt. 1.24,73,81,86, Hyp.Eux.7, Men. Pk.75, Plb.1.33.4, etc. (Cf. Lith. (dial.) deñgti, Lett. diêgt, both = 'run quickly', Polish dążyć 'hurry'.)
См. также в других словарях:
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Μπελίζ — Κράτος της βορειανατολικής Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό και Ν και ΝΔ με τη Γουατεμάλα. Βρέχεται Α από την Καραϊβική Θάλασσα.Mετά την εξαφάνιση του πολιτισμού των Mάγια, η ιστορία της μικρής χώρας, που από την 1η Iουνίου… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek
μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… … Dictionary of Greek
Ημαθίας, νομός — Νομός (1.699 τ. χλμ., 143.618 κάτ.) της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, στο δυτικό τμήμα της κεντρικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Β με τον νομό Πέλλης, στα Α με τον νομό Θεσσαλονίκης, στα ΝΑ και Ν με τον νομό Πιερίας, στα ΝΔ και Δ με τον νομό… … Dictionary of Greek
Καστοριάς, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.685 τ. χλμ., 53.483 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη. Συνορεύει στα Β με τον νομό Φλωρίνης, στα ΝΑ με τον νομό Κοζάνης, στα Ν με τον νομό Γρεβενών, στα ΝΔ με τον νομό Ιωαννίνων και… … Dictionary of Greek
Λάπτεφ, θάλασσα — (Laptev, ρωσ. More Laptevykh). Θαλάσσιο τμήμα (περ. 650.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού (Βόρειου Παγωμένου) ωκεανού, στις βόρειες ακτές της ασιατικής Ρωσίας. Έλαβε την ονομασία της από τους εξαδέλφους Χάριτον και Ντμίτρι Λάπτεφ, οι οποίοι εξερεύνησαν… … Dictionary of Greek